gregarious
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]/ɡrɪˈɡɛːrɪəs/
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]μέσος 17ος αιώνας: gregarious < λατινικά: gregarius ( < grex, greg- «ένα κοπάδι» ) + -ous
Επίθετο
[επεξεργασία]gregarious (en)
- κοινωνικός (που του αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές)