grey
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]grey (en)
- γκρί, σταχτί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grey (en)
grey (en)
grey (en)