γκρι
(Ανακατεύθυνση από γκρί)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική gris
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκρι ουδέτερο άκλιτο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη γκρίζος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)