Μετάβαση στο περιεχόμενο

grin

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grin (en)

  1. πλατύ χαμόγελο (όταν φαίνονται τα δόντια)

grin (en)

  1. χαμογελώ πλατιά (δείχνοντας τα δόντια)