grouchy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]grouchy (en)
- γκρινιάρης
- μουτρωμένος
- μουρτζούφλης
- μελαγχολικός και ταυτόχρονα πικραμένος