Μετάβαση στο περιεχόμενο

grovel

Από Βικιλεξικό

grovel (en)

  1. είμαι μπρούμυτα στο έδαφος
  2. έρπω, σέρνομαι
  3. ταπεινώνομαι
  4. προσκυνάω, προσκυνάω ταπεινά
  5. φέρομαι με δουλικότητα για να πετύχω κάτι, κωλοφιλώ