grunt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡɹʌnt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

grunt (en)

  1. ανειδίκευτος εργάτης
  2. (αργκό), (ΗΠΑ) ο πεζικάριος, με υποτιμητική έννοια, ο στρατιώτης για της αγγαρείες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • grunt στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια