gumption
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɡʌm(p)ʃ(ə)n/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gumption (en)
- πολυμηχανία, επινοητικότητα
- ενεργητικότητα, ενθουσιασμός, πνεύμα πρωτοβουλίας
- she impressed them with her gumption