gynéco-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Πρόθημα
[επεξεργασία]gynéco- (fr)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- gynécophore
- gynécologie (και gynécologique, gynécologue)
- gynécographie
- gynécomanie
- gynécopathie
- gynécophobie