hépatomégalie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hépatomégalie | hépatomégalies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hépatomégalie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η ηπατομεγαλία
ενικός | πληθυντικός |
hépatomégalie | hépatomégalies |
hépatomégalie (fr) θηλυκό