habiliter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.bi.li.te/
Ρήμα[επεξεργασία]
habiliter (fr)
- (νομικός όρος) κρίνω κάποιον ικανό