harçlık
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- harçlık < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική خرجلق (harçlık) < αραβική خرج (kharj, δαπάνη). Αναλύεται σε harç + -lık
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
harçlık (tr)