has been
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- has been < φωνητική απόδοση για την αγγλική has-been
Επίθετο
[επεξεργασία]has been (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (μειωτικό) παρωχημένος, που ανήκει στο παρελθόν