hierarchical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- hierarchical < hierarch ή hierarch(y) + -ical (ή hierarchic + -al).[1] (μαρτυρείται από το 1561)[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌhaɪəˈrɑː.kɪ.kəl/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌhaɪˈrɑːr.kɪ.kəl/ (ΗΠΑ)
Επίθετο
[επεξεργασία]hierarchical (en) (χωρίς παραθετικά)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ hierarchical - The Century Dictionary Online
- ↑ 2,0 2,1 hierarchical - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές
[επεξεργασία]- hierarchical - Cambridge Dictionary online
- hierarchical - Oxford Learner's Dictionaries
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.