Μετάβαση στο περιεχόμενο

highway

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

highway (en)

  • αυτοκινητόδρομος ταχείας κυκλοφορίας με δύο απολύτως διαχωρισμένα ρεύματα και πολλαπλές λωρίδες ανά ρεύμα που ενώνει μεγάλες πόλεις· εθνική οδός (συντομογραφία: hwy.