hodować
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
hodować (pl)
- (μεταβατικό) (για ζώα) εκτρέφω
- (μεταβατικό) (για φυτά) μεγαλώνω, φυτεύω και αναπτύσσω
hodować (pl)