homuncule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
homuncule | homuncules |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
homuncule (fr) αρσενικό
- το ανθρωπάριο (των αλχημιστών)
ενικός | πληθυντικός |
homuncule | homuncules |
homuncule (fr) αρσενικό