honey

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

honey (en)

  1. μέλι
  2. Honey, would you take out the trash?
    Honey, I’m home.