horário
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
horário | horários |
horário (pt) αρσενικό
- το ωράριο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
horário | horários |
horário (pt) αρσενικό