horned
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
horned (en)
- κερασφόρος, με κέρατα
- goat is a horned animal