houden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]houden (nl) (αόριστος : hield, παθ. μτχ. : gehouden)
- houden van - αγαπώ
houden (nl) (αόριστος : hield, παθ. μτχ. : gehouden)