Μετάβαση στο περιεχόμενο

humidity

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
humidity < humid + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

humidity (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η υγρασία, η περιεκτικότητα του αέρα σε υδρατμούς
      high levels of humidity in the atmosphere - υψηλά ποσοστά υγρασίας στην ατμόσφαιρα
  2. η υγρασία, συνθήκες στις οποίες ο αέρας είναι υγρός και πολύ ζεστός
      This humidity is exhausting me.
    Με εξαντλεί αυτή η υγρασία.