Μετάβαση στο περιεχόμενο

hut

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
hut huts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hut (en)

  • η καλύβα
      We live in a hut.
    Ζούμε σε μια καλύβα.