Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Αγγλικά
(en)
Εναλλαγή Αγγλικά
(en)
υποενότητας
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Πηγές
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
hut
53 γλώσσες
Afrikaans
العربية
Azərbaycanca
Čeština
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Galego
עברית
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Interlingue
Ido
Íslenska
Italiano
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Malagasy
മലയാളം
Монгол
ဘာသာမန်
မြန်မာဘာသာ
Nāhuatl
Nederlands
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Srpskohrvatski / српскохрватски
Simple English
Slovenčina
Shqip
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Tagalog
Türkçe
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
Walon
中文
IsiZulu
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
hut
huts
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
hut
(en)
η
καλύβα
⮡
We live in a
hut
.
Ζούμε σε μια
καλύβα
.
Πηγές
[
επεξεργασία
]
hut
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
hut
53 γλώσσες
Προσθήκη θέματος