hyperglycémie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.pɛʁ.ɡli.se.mi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hyperglycémie | hyperglycémies |
hyperglycémie (fr) θηλυκό