hypothermie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hypothermie hypothermies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hypothermie (fr) θηλυκό