ichnographie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ichnographie ichnographies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ichnographie (fr) θηλυκό