ichnologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ichnologique ichnologiques

Επίθετο[επεξεργασία]

ichnologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό