ichnologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ichnologique | ichnologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
ichnologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την ιχνολογία
ενικός | πληθυντικός |
ichnologique | ichnologiques |
ichnologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό