idylle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
idylle idylles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

idylle (fr) θηλυκό