immortalité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
immortalité | immortalités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]immortalité (fr) θηλυκό
- η αθανασία
ενικός | πληθυντικός |
immortalité | immortalités |
immortalité (fr) θηλυκό