impending
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]impending (en) (χωρίς παραθετικά)
- επικείμενος
- ⮡ Rumors of an impending earthquake caused panic among residents.
- Οι φήμες για επικείμενο σεισμό προκάλεσαν πανικό στους κατοίκους.
- ⮡ Rumors of an impending earthquake caused panic among residents.