Μετάβαση στο περιεχόμενο

impending

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

impending (en) (χωρίς παραθετικά)

  • επικείμενος
      Rumors of an impending earthquake caused panic among residents.
    Οι φήμες για επικείμενο σεισμό προκάλεσαν πανικό στους κατοίκους.