Μετάβαση στο περιεχόμενο

impostor

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

impostor (en)

  • ο προσποιούμενος την ταυτότητα αλλού, αυτός που ισχυρίζεται ότι είναι κάποιος άλλος
  • ο απατεώνας