inaccessible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

inaccessible (fr)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inaccessible < μέση γαλλική inaccessible < λατινική inaccessibilis

Επίθετο

[επεξεργασία]

inaccessible (en)

  • απρόσιτος
    Private universities are becoming more and more inaccessible to the average person.
    Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια γίνονται όλο και πιο απρόσιτα στο μέσο άνθρωπο.
  • δυσπρόσιτος
    We camped in a remote and inaccessible spot in the mountains.
    Κάναμε κάμπινγκ σε έναν απομονωμένο και δυσπρόσιτο τόπο στα βουνά.