inaccessible
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]inaccessible (fr)
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- inaccessible < μέση γαλλική inaccessible < λατινική inaccessibilis
Επίθετο
[επεξεργασία]inaccessible (en)
- απρόσιτος
- Private universities are becoming more and more inaccessible to the average person.
- Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια γίνονται όλο και πιο απρόσιτα στο μέσο άνθρωπο.
- δυσπρόσιτος
- We camped in a remote and inaccessible spot in the mountains.
- Κάναμε κάμπινγκ σε έναν απομονωμένο και δυσπρόσιτο τόπο στα βουνά.