inauthentique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inauthentique < in- + authentique
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inauthentique | inauthentiques |
inauthentique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μη αυθεντικός