inconvénient
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inconvénient | inconvénients |
inconvénient (fr) αρσενικό
- το μειονέκτημα
ενικός | πληθυντικός |
inconvénient | inconvénients |
inconvénient (fr) αρσενικό