increasingly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
increasingly < increasing + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

increasingly (en) (χωρίς παραθετικά)

  • όλο και περισσότερο, ολοένα και περισσότερο/πιο, σε αυξανόμενο βαθμό
    ⮡  The days are becoming increasingly hot in the summer.
    Οι μέρες γίνονται όλο και περισσότερο ζεστές το καλοκαίρι.
    ⮡  People are increasingly choosing to work from home.
    Όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να δουλεύουν από το σπίτι.
    ⮡  She finds herself increasingly attracted to the lifestyle.
    Βρίσκεται ολοένα και πιο ελκυόμενη από τον τρόπο ζωής.
    ⮡  The sky grew increasingly dark until the storm broke out.
    Ο ουρανός σκοτείνιαζε ολοένα και περισσότερο μέχρι που ξέσπασε η μπόρα.