indignantoj
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- indignantoj < indignant- + -oj
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
indignantoj (eo) πληθυντικός
- οι « αγανακτισμένοι »
indignantoj (eo) πληθυντικός