inexpérience
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inexpérience | inexpériences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inexpérience (fr) θηλυκό
- η απειρία
ενικός | πληθυντικός |
inexpérience | inexpériences |
inexpérience (fr) θηλυκό