infiltrator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

infiltrator (en)

  • ο παρεισφρέων
    • κάποιος που διεισδύει με ψεύτικη ταυτότητα σε μια οργάνωση, πχ ένας μυστικός αστυνομικός· χαφιές
      • τρομοκράτης που εισήλθε σε χώρα χωρίς να καταγραφεί ή καταγράφηκε ως μετανάστης με πλαστά στοιχεία, δεν έχει πρόθεση να ενταχθεί στην κοινωνία αλλά να προκαλέσει φονικά τρομοκρατικά χτυπήματα και συχνά κι άλλους συσχετισμένους φόνους πριν ή μετά από αυτά
        • Three Green Berets killed by ISIS infiltrator after CIA ignored warnings | SOFREP - SOFREP.com[1]
        • The ISIS Migrant Infiltrator Theory Doesn't Match Up With What We Know About ISIS – ThinkProgress[2]
        • Meet The Special ISIS 'Infiltrators,' The Terror Group's 'Deadliest Weapon' - The Daily Caller[3]