infiltrator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]infiltrator (en)
- ο παρεισφρέων
- κάποιος που διεισδύει με ψεύτικη ταυτότητα σε μια οργάνωση, πχ ένας μυστικός αστυνομικός· χαφιές
- τρομοκράτης που εισήλθε σε χώρα χωρίς να καταγραφεί ή καταγράφηκε ως μετανάστης με πλαστά στοιχεία, δεν έχει πρόθεση να ενταχθεί στην κοινωνία αλλά να προκαλέσει φονικά τρομοκρατικά χτυπήματα και συχνά κι άλλους συσχετισμένους φόνους πριν ή μετά από αυτά
- κάποιος που διεισδύει με ψεύτικη ταυτότητα σε μια οργάνωση, πχ ένας μυστικός αστυνομικός· χαφιές