παρεισφρέων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παρεισφρέων | η | παρεισφρέουσα | το | παρεισφρέον |
γενική | του | παρεισφρέοντος | της | παρεισφρέουσας & παρεισφρεούσης* |
του | παρεισφρέοντος |
αιτιατική | τον | παρεισφρέοντα | την | παρεισφρέουσα | το | παρεισφρέον |
κλητική | παρεισφρέων | παρεισφρέουσα | παρεισφρέον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παρεισφρέοντες | οι | παρεισφρέουσες | τα | παρεισφρέοντα |
γενική | των | παρεισφρεόντων | των | παρεισφρεουσών | των | παρεισφρεόντων |
αιτιατική | τους | παρεισφρέοντες | τις | παρεισφρέουσες | τα | παρεισφρέοντα |
κλητική | παρεισφρέοντες | παρεισφρέουσες | παρεισφρέοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρεισφρέων < ελληνιστική κοινή παρεισφρέων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρεισφρέω < παρά + αρχαία ελληνική εἰσφρέω
Μετοχή[επεξεργασία]
παρεισφρέων
- (λόγιο) που παρεισφρέει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παρεισφρέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρεισφρέων
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'τρέχων' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'απάδων' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)