influençable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
influençable influençables

influençable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη influer