infroissable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
infroissable | infroissables |
infroissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ατσαλάκωτος, που δεν μπορεί να τσαλακωθεί