Μετάβαση στο περιεχόμενο

ingot

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ingot (en)

  • ράβδος χρυσού ή άλλου μετάλλου σε εμπορικά τυποποιημένο σχήμα