initier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ni.sje/

initier (fr)

  1. μυώ κάποιον στα μυστικά μιας λατρείας ή μιας τέχνης, μυσταγωγώ
  2. εκκινώ μια δουλειά, επιχείρηση, κλπ.