injury
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
injury (en)
- ζημία, πρόκληση βλάβης, τραυματισμός (μπορεί να αφορά σε πρόσωπο, περιουσία, δικαιώματα, ηθική υπόσταση κλπ)
- τραυματισμός (του σώματος)