Μετάβαση στο περιεχόμενο

insuffisance

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
insuffisance insuffisances

insuffisance (fr) θηλυκό