intentionnel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
intentionnel intentionnels

Επίθετο

[επεξεργασία]

intentionnel (fr) αρσενικό