interloquer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛʁ.lɔ.ke/
Ρήμα[επεξεργασία]
interloquer (fr)
- (παρωχημένο, δίκαιο) προδικάζω
- ξαφνιάζω
- αποσβολώνω
interloquer (fr)