αποσβολώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσβολώνω < (ελληνιστική κοινήἀπασβολοῦμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσβολώνω (παθητική φωνή: αποσβολώνομαι)

  • κάνω κάποιον να μείνει έκπληκτος λέγοντάς του κάτι το οποίο δεν περίμενε ν' ακούσει.
    Προχθές ο Βασίλης είπε στον Κώστα πως σε μερικά χρόνια το κλίμα θ' αλλάξει και τον αποσβόλωσε.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]