interpénétration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interpénétration | interpénétrations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
interpénétration (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
interpénétration | interpénétrations |
interpénétration (fr) θηλυκό