intertextualité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
intertextualité intertextualités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

intertextualité (fr) θηλυκό